Του Γ. Τριποταμιανού
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το νερό θα είναι η... μπίζνα του επόμενου αιώνα. Οι αριθμοί μάλλον τους επιβεβαιώνουν: Στην τελευταία έκθεση της UNESCO, υπολογίζεται ότι η κατανάλωση νερού στη βιομηχανία θα τετραπλασιαστεί ανάμεσα στο 2000 και το 2050. Το ίδιο θα συμβεί και στην αγροτική οικονομία για την παραγωγή τροφίμων για έναν παγκόσμιο πληθυσμό, που θα ξεπεράσει το 2050 τα 9 τρισ. ανθρώπους. Μέχρι σήμερα η προσοχή στρέφονταν στο πόσιμο νερό και για την προσωπική υγιεινή. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΗΕ, εννιά στους δέκα ανθρώπους σε όλο τον κόσμο έχουν πλέον πρόσβαση σε πόσιμο νερό, δύο δισ. περισσότερα άτομα σε σχέση με το 1990. Ωστόσο, το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται σε μεγάλο βαθμό σε Αφρική και Ασία, όπου 783 εκατ. άνθρωποι «ξεδιψούν» με μολυσμένο νερό, ενώ 1,1 δισ. άνθρωποι ζουν σε περιοχές χωρίς αποχετευτικό σύστημα.
Αλλά η προμήθεια πόσιμου νερού δεν αντιπροσωπεύει παρά ελάχιστο ποσοστό της παγκόσμιας κατανάλωσης. Μπορεί ο κάθε άνθρωπος να χρειάζεται 2 με 3 λίτρα πόσιμου νερού την ημέρα, όμως για την παραγωγή ειδών διατροφής καθημερινής ανάγκης χρειάζεται 3.000 λίτρα. Ο αγροτικός τομέας καταναλώνει μεγάλες ποσότητες νερού, όπως επίσης οι τομείς ενέργειας και βιομηχανίας.
Με δεδομένο ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής αλλά και της μόλυνσης των υπόγειων υδάτων τα αξιοποιήσιμα αποθέματα λιγοστεύουν, τότε εύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς το επιχειρηματικό ενδιαφέρον για το νερό, αλλά και την εμμονή στα προγράμματα ιδιωτικοποίησής του.

Η επιχειρηματική διάσταση της «αξιοποίησης» του νερού δεν είναι όμως ανεξάρτητη από τις πολιτικές προεκτάσεις και τις γεωπολιτικές παραμέτρους που έχει η «παγκόσμια αγορά» του νερού. Πρίν λίγα χρόνια, το Γραφείο του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών των ΗΠΑ δημοσίευσε μια έκθεση, την «Παγκόσμια Ασφάλεια Νερού» (Global Water Security), αξιολογώντας την πολιτική υδάτων σε όλο τον κόσμο. Στην έκθεση αυτή, οι συγγραφείς της δείχνουν ότι οι διεθνείς διαφωνίες για το νερό θα επηρεάσουν όχι μόνο τα συμφέροντα ασφαλείας των παρόχθιων κρατών, αλλά και εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Επομένως ο επιχειρηματικός έλεγχος των αποθεμάτων αυτομάτως αποκτά και ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολιτικοί αλλά και διεθνείς οργανισμοί έχουν προφητέψει από καιρό τους επικείμενους «πολέμους του νερού». Η θεωρία του ντόμινο από τη μάχη για τον έλεγχο του νερού, βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της, καθώς οι εντάσεις για τη χρήση του νερού μπορούν να επιδεινώσουν άλλες υφιστάμενες περιφερειακές συγκρούσεις.
Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να εντείνει τις ξηρασίες, τις πλημμύρες και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα, που θέτουν σε κίνδυνο την ποσότητα και την ποιότητα του γλυκού νερού και ως εκ τούτου ενεργεί ως πολλαπλασιαστική απειλή, κάνοντας τις επισφαλείς περιοχές επισφαλέστερες.
Σύμφωνα με έρευνα, 24 από τις 276 διεθνείς κοίτες ποταμών στον κόσμο αντιμετωπίζουν ήδη αυξημένη μεταβλητότητα στην ποσότητα νερού. Αυτές οι 24 κοίτες, οι οποίες εξυπηρετούν συνολικά περίπου 332 εκατομμύρια ανθρώπους, βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για πολιτικές εντάσεις που σχετίζονται με το νερό. Η πλειοψηφία των ποταμών αυτών βρίσκονται στη βόρεια και την υποσαχάρια Αφρική. Μερικά άλλα ποτάμια βρίσκονται στη Μέση Ανατολή, τη νότια - κεντρική Ασία και τη Νότια Αμερική. Περιλαμβάνουν τον Ταφνά (Αλγερία και Μαρόκο), τον Νταστ (Ιράν και Πακιστάν), τον ποταμό Κονγκό (Κεντρική Αφρική), τη λίμνη Τσαντ (Κεντρική Αφρική) τον Νίγηρα (Δυτική Αφρική), τον Νείλο (Βορειοανατολική Αφρική), και τον Τσίρα (Εκουαδόρ και Περού).
Μέχρι το 2050, επιπλέον 37 κοίτες ποταμών, που εξυπηρετούν 83 εκατομμύρια ανθρώπους, θα είναι σε υψηλό κίνδυνο να τροφοδοτήσουν πολιτικές εντάσεις. Όπως είναι η κατάσταση επί του παρόντος, ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα ποτάμια βρίσκονται στην Αφρική. Αλλά σε αντίθεση με το σήμερα, οι κοίτες των ποταμών στην Κεντρική Ασία, την Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική Ευρώπη και την Κεντρική Αμερική θα είναι επίσης σε υψηλό κίνδυνο μέσα σε 40 χρόνια. Ορισμένες από αυτές τις περιοχές περιλαμβάνουν τον ποταμό Κουρά - Αράκς (Ιράν, Τουρκία και Καύκασος), τον Νεμάν (Ανατολική Ευρώπη), τον Ασή - Οροντές (Λίβανος, Συρία, Τουρκία) καθώς και τις λεκάνες Κατατούμπο (Κολομβία και Βενεζουέλα).